"Η γιαγιά μου η Κατίνα με έδερνε για παραδειγματισμό με το μπαστούνι της, σε πλάτη, πόδια και κεφάλι. Κάθε πρωί, για να μάθω, λέει, και να μην κάνω λάθη. Αντί να τα αποφεύγω, έπεφτα με τα μούτρα καταπάνω τους. Έτσι, πίστευα πως ολόκληρη η ζωή μου ήταν ένα λάθος. Και μια ανούσια σύμπτωση... Ένας, σχεδόν, αγριάνθρωπος γνώρισε μια, σχεδόν, άμυαλη τουρίστρια και μ’ έφεραν σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο. Αν δηλαδή εκείνη τη μέρα φυσούσε λίγο λιγότερο κι η μάνα μου δεν κινδύνευε να πνιγεί ή αν ο πατέρας μου δεν είχε πιάσει τρία χταπόδια και δεν επέστρεφε νωρίς από το ψάρεμα, δεν θα είχα καν γεννηθεί! Η ύπαρξή μου, δηλαδή, είναι αποτέλεσμα οκτώ περίπου μποφόρ και τριών χταποδιών. Ποτέ δεν ήμουν καλός στα μαθηματικά, μα αυτές τις πράξεις ξέρω να τις υπολογίζω". Ο Μανούσος, ο αντιήρωας αυτού του βιβλίου, γεννιέται και μεγαλώνει στο Σκορποχώρι, ένα φανταστικό χωριό της Κρήτης. Η αφήγηση παρακολουθεί το κουβάρι της ζωής του να ξετυλίγεται μέσα από καταστάσεις άλλοτε τραγικές κι άλλοτε στα όρια του γκροτέσκ, έτσι που το αδύναμο ανθρωπάκι γίνεται σιγά-σιγά η προσωποποίηση της σκληρότητας κάθε μικρής κοινωνίας που πολλές φορές δείχνει μηδενική ανοχή στη διαφορετικότητα. Μπορεί τελικά κάποιος να ξεφύγει από την ταυτότητα που του έχουν προσδώσει οι άλλοι; Μπορεί ένας λούζερ να νικήσει;