Ζω τώρα σ' ένα κελί που φωτίζεται τη μέρα από ένα στενό, σιδερόφρακτο φεγγίτη. Ίσως να μ' έχουν σε απομόνωση, η οποία, όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, δε με πειράζει. Εδώ ανακάλυψα μια φίλη, έμαθα τη γλώσσα της και συνομιλώ τακτικά μαζί της. Τη λένε Σιωπή. Αυτή μου έμαθε ν' αγαπώ τους βρώμικους τοίχους του κελιού μου, να καταλαβαίνω τους φόβους και τις αγωνίες αυτών που έζησαν πριν από μένα στο ίδιο κελί, ν' αστειεύομαι, να γελώ και να κλαίω μαζί τους. Διάβασα το βιβλίο που μου έστειλες για την πόλη της Κορώνης. Δάκρυσα καθώς μέσα από τις σελίδες του γνώρισα την ένδοξη ιστορία της πόλης όπου γεννήθηκε και τάφηκε εκείνη η μακρινή μου προγονή, η Απολλώνεια, της οποίας κληρονόμησα το όνομα. Ονειρεύομαι και λαχταρώ ένα ταξίδι στην όμορφη αυτή πόλη. Προσεύχομαι τουλάχιστον όταν πεθάνω να με θάψει κάποιος στα ζεστά χώματά της, να αισθανθώ μέσα στη γη τις πνοές των προγόνων μου!