Η εμμελής λειτουργική ποίηση του Αμβροσίου Μεδιολάνων, διαπρύσιου κήρυκα και υπερασπιστή των Νικαϊκών δογμάτων, είναι αξιόπιστη μάρτυς μιας δημιουργικής περιόδου της χριστιανικής υμνογραφίας, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονα ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία, διατοπική ποικιλία και εξελικτική γονιμότητα. Η ελευθερία και η τόλμη στη δημιουργική έκφραση άνθησε εντός της λειτουργικής ευταξίας και Παράδοσης, χάρη στην υιοθέτηση ενός αυστηρού εξελικτικού προτύπου, το οποίο βασίστηκε στη διατήρηση της συνέχειας των πρωτογενών δομικών στοιχείων.
Τα κύρια δομικά στοιχεία των Αμβροσιανών ύμνων είναι η Αγία Γραφή, δογματικές διατυπώσεις κυρίως του Συμβόλου της Νικαίας (325 μ.Χ.), και ορισμένα μαρτυριολογικά αφηγήματα. Ο ακριβής και εξαντλητικός εντοπισμός τους υπαγόρευσε τη δημιουργία δύο νεοελληνικών μεταφράσεων του λατινικού πρωτοτύπου: μίας ad sensum, υπό τις κατευθυντήριες γραμμές της μεταφραστικής θεωρίας του σκοπού, και μίας ad litteram. Η τελευταία τεκμηριώνεται από υπόμνημα Αγιογραφικών χωρίων. Επίσης, ένας ευρηματικός υπομνηματισμός της Αμβροσιανής στιχουργίας στη λατινική έκδοση του Συμβόλου της Νικαίας αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμος στη μεταφραστική διαδικασία, γιατί αποτρέπει τον κίνδυνο τόσο του δογματικού υποκειμενισμού όσο και της άλωσης του νοήματος. Η δομική ανάλυση αποφέρει νέους καρπούς στη φιλολογική, αισθητική και θεολογική ανάγνωση του Hymnale Ambrosianum.