Με την "Αφηγηματική λειτουργία" ο P. Ricoeur προσπαθεί να διαγράψει μια γενική θεωρία του αφηγηματικού λόγου, που συμπεριλαμβάνει και τις "αληθινές" αφηγήσεις των ιστορικών και τις "επινοημένες" αφηγήσεις των μυθιστοριογράφων, μέσα από τη δυνατότητα οριοθέτησης της πράξης της αφήγησης που είναι κοινή και τους δύο αυτούς αφηγηματικούς τύπους. Η προσπάθεια αυτή δεν περιορίζεται στο επίπεδο του νοήματος, δηλαδή στον κοινό τρόπο διάταξης των προτάσεων στο επίπεδο του λόγου, αλλά προχωρά και στο επίπεδο της "αναφοράς", δηλαδή στο γεγονός πως παρόλες τις εμφανείς διαφορές στον τρόπο που η Ιστορία και η μυθοπλασία αναφέρονται στην πραγματικότητα, η καθεμιά από αυτές αναφέρεται, με τον δικό της τρόπο, στο ίδιο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ατομικής και κοινωνικής μας υπόστασης, στην "ιστορικότητα", που σημαδεύει το θεμελιακό και ριζοσπαστικό γεγονός που κάνουμε Ιστορία, που είμαστε βυθισμένοι στην Ιστορία, πως είμαστε ιστορικά όντα. (. . .) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)