Το έργο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1896 στο περιοδικό Νόβοε Σλόβο (τχ. 9-10). Ο Τύχων Παύλοβιτς δεν είναι κάποιος περιθωριακός. Είναι εύπορος, αξιοσέβαστος και αγαπά την καλή ζωή και τις απολαύσεις. Ξαφνικά όμως τον κυριεύει η μελαγχολία και η ανία. Ενώ περιφέρεται στην πόλη, πέφτει πάνω σε μια κηδεία και ακούει κάποιον που εκφωνεί τον επικήδειο λόγο: «Ρίξαμε πάνω στις ψυχές μας ένα σωρό βδομαδιάτικων φροντίδων και συνηθίσαμε να ζούμε δίχως ψυχή. Και τη συνήθεια αυτή την κατέχουμε τόσο καλά, που δεν καταλαβαίνουμε ίσαμε ποιο βαθμό γίναμε αναίσθητοι, ξύλινοι, νεκροί». Τα λόγια αυτά συγκλονίζουν τον ήρωά μας, αισθάνεται κενός και εγκλωβισμένος και αναζητά τρόπους να βρει την ευτυχία. Θα βρεθεί τελικά σε ένα καταγώγιο, βρώμικο, με μουσικούς μεθυσμένους και γυναίκες αμφιβόλου ηθικής. Και τότε ένας οργανοπαίχτης αφήνει τη φυσαρμόνικά του και φωνάζει: «Πρέπει ν' αρχίσουμε από τη λύπη, για να βάλουμε σε τάξη την ψυχή...». O ήρωάς μας, κατά πάσα πιθανότητα, το πρωί θα γυρίσει στο σπίτι, στη σύζυγο και στη ρουτίνα της ζωής του· όμως δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος.