Η κοινωνική οικονομία αποτελεί μια σημαντική θεσμικά διακριτή σφαίρα άσκησης κοινωνικής πολιτικής στις χώρες μελή της ΕΕ-27. Η οικονομική βιωσιμότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική βιωσιμότητα, την ένταξη δηλαδή και ενσωμάτωση, μέσω της εργασίας, του πολίτη στην κοινότητα. Ο στόχος της ισότητας και των ίσων ευκαιριών στην πρόσβαση στους πόρους και στην εργασία για τα μελή των κοινωνικών τάξεων και των κοινωνικών στρωμάτων αλλά και 'ομάδων' (εδώ συμπεριλαμβάνουμε αυτούς που είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι ή χωρίς τις αναγκαίες επαγγελματικές δεξιότητες για την αγορά εργασίας) αποτελεί ένα αντικειμενικό σκοπό που πάντα είναι ζήτημα μιας κοινωνικής οικονομίας. Η σημερινή πολιτική κοινωνικής ενσωμάτωσης για όλους, σκοπό έχει να μοιράσει τις ευκαιρίες και να στηρίξει ένα σύστημα διανομής αυτών των ευκαιριών σαν υπηρεσίες μόνιμες για όλους. Φυσικά το κοινωνιολογικό παράδειγμα, κατά το οποίο η κοινωνική αναπαραγωγή, οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και οι πόροι τους οποίους διοικούν πρέπει να λειτουργούν υπεύθυνα ρυθμίζοντας βασικές υπηρεσίες συλλογικής (κοινωνικής) κατανάλωσης για υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, αποτελεί τη βάση αυτής της κατάστασης. Ο τρόπος οργάνωσης τέτοιων μορφών κοινωνικής αναπαραγωγής -υγεία, κατάρτιση, υπηρεσίες για μητέρες, παιδιά, ηλικιωμένους, μετανάστες, το περιβάλλον και τον πολιτισμό- έχει δημιουργήσει στην Ευρώπη νέες συνθήκες στη λειτουργία της αγοράς εργασίας αλλά και του κεφαλαίου οι οποίες είναι πλέον κοινωνικά καθορισμένες. Η μείωση του κόστους των υπηρεσιών και η βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος γίνεται σε συνθήκες επιχειρηματικότητας - ένα κοινωνικό πρόβλημα μπορεί, σε ένα καινοτόμο πλαίσιο αναφοράς, να γίνει ευκαιρία για ανταγωνιστικότητα και νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας και της διοίκησης. Μια τέτοια πρόκληση της παγκοσμιοποίησης την έχουν αποδεχθεί τα όργανα της ΕΕ. Η κοινωνική οικονομία αποτελεί μια στρατηγική έκφραση αμυντικού περιεχομένου στην πολιτική συγκρότησης συνοχής και ένταξης κοινωνικών δυνάμεων σε το