Η ανώτατη εκπαίδευση μπορεί να αποτελέσει μέσο κοινωνικής ένταξης ατόμων που έχουν μεταναστεύσει ή βίαια εκτοπιστεί, ακόμη και να παρέχει μεγάλο ποσοστό ελευθερίας στις γνωστικές τους διεργασίες. Συγκεκριμένα,
«Αισθάνεσαι ότι σε θεωρούν φοιτητή, πράγμα που σου δίνει μία καινούρια ταυτότητα. Είσαι περήφανος που είσαι φοιτητής. Παύεις να θεωρείς τον εαυτό σου πρόσφυγα, ξέρεις. Και μπορείς να συμμετέχεις στην κοινωνία, να μιλάς στον κόσμο. Βρίσκεις κοινωνικές δραστηριότητες πέραν του πανεπιστημίου, επεκτείνεις το δίκτυό σου… μιλάς με άλλους ανθρώπους όχι μόνο για να αποκτήσεις γνώσεις, αλλά και για την κοινωνική συναναστροφή αυτή καθαυτή. Σε ένα στρατόπεδο προσφύγων, αρκεί να μιλήσεις στον κόσμο και συνειδητοποιείς ότι έχουν τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες ματαιώσεις. Άρα, δεν υπάρχει τίποτε θετικό.»
(Y.F.M., μαρτυρία φοιτητή στο έργο του Medeiros, 2016)
Παρ’ όλ’ αυτά, η πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση δεν θωρείται απαραιτήτως δικαίωμα και, ως πολιτική, δεν είναι αδιαχώριστη από το κοινωνικό- πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου διενεργείται. Οι εθνικές πολιτικές προς τα εκτοπισμένα άτομα μπορεί να είναι/θεωρούνται φιλόξενες και συμπεριληπτικές σε κάποιες χώρες, ενώ σε άλλες απορριπτικές, αμυντικές και αποκλεισμού. Στο παρόν βιβλίο αναλύονται τα ζητήματα που αφορούν τη χάραξη και διαχείριση εκπαιδευτικών πολιτικών, όπως αυτά ανακύπτουν με την εισροή των διαφόρων νέων πληθυσμών σε διάφορες χώρες. Σε κάθε πλαίσιο υπάρχουν και διαφορετικά διλήμματα. Στα κεφάλαια του βιβλίου παρατίθενται εμπειρικές έρευνες διενεργηθείσες στη Μέση Ανατολή, στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Αναλύεται κριτικά ο ρόλος των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης στην παροχή ισότιμης πρόσβασης εκπαίδευσης στους/στις πρόσφυγες, αλλά και οι συγκεκριμένες δυναμικές και πολιτικές, οι οποίες καθορίζουν τις επιλογές και ευκαιρίες που διατίθενται στους πληθυσμούς αυτούς για την πρόσβαση αυτή (Arar et al., 2018· Dryden-Peterson & Giles, 2010· Streitwieser et al.,2018· Waite, 2016). Στην πλειοψηφία των χωρών, οι