Η Δεσποινίς Κόρδοβα συνοφρυώθηκε και κοίταξε μέσα στο σιντριβάνι. "Τι παλιομοδίτικο γράμμα", σκέφτηκε. "Η μάνα μου κι η θεία μου ζουν σάμπως σε βουνοπλαγιά. Τέτοιοι άνθρωποι γράφουν γράμμα για ένα κοτόπουλο." Έβγαλε ένα μολύβι απ' την τσάντα της και έκανε κάποιους υπολογισμούς σ' ένα χαρτί. Ήξερε περίπου πόσα χρήματα χρειαζόταν για να επιστρέψει στο Παρίσι και να ζήσει εκεί για λίγο, ενόσω ξεκινούσε να φτιάχνει το μαγαζί της με ρούχα. Θα έφτιαχνε ρούχα με Λατινικό πνεύμα. Μ' έναν τρόπο θα έβρισκε τα χρήματα, βέβαια, μέσω κάποιου άνδρα. Το έβλεπε να συμβαίνει κατά κόρον στο Παρίσι και σκεφτόταν πως θα ήξερε πώς να χειριστεί μια τέτοια κατάσταση αν συναντούσε ίσως έναν άνδρα αρκετά πλούσιο στη Γουατεμάλα. "Θα ήταν όλα αριστοκρατικά", διαβεβαίωνε τον εαυτό της. [...] (Από την έκδοση)