Η μη βία παρανοείται συχνά ως μια παθητική πρακτική που πηγάζει από κάποια φιλήσυχη περιοχή της ψυχής, ή ως μια ατομικιστική ηθική στάση απέναντι σε υπαρκτές εξουσίες. Στην πραγματικότητα, μια επιθετική μορφή μη βίας δέχεται ότι η εχθρότητα είναι μέρος της ψυχικής μας συγκρότησης, αλλά εκτιμά την αμφισημία ως τρόπο με τον οποίο ελέγχεται η μετατροπή της επιθετικότητας σε βία. Έτσι, όπως υποστηρίζει η Μπάτλερ, η μη βία είναι μια ηθική θέση που εμπλέκεται βαθιά στο πολιτικό πεδίο, συνυφασμένη με μια ευρύτερη πολιτική πάλη για την ισότητα. Ως τέτοια, προϋποθέτει μια κριτική του ατομικισμού και μια κατανόηση των ψυχοκοινωνικών διαστάσεων της βίας: μεταξύ άλλων, τη διαπίστωση ότι η απαγόρευση της βίας από το κράτος, που αξιώνει το μονοπώλιό της, αφήνει απέξω ζωές που κρίνεται ότι δεν μετράνε και δεν αξίζουν το πένθος. Μέσα απ’ αυτό τον ανοιχτό ή ενδιάθετο ρατσισμό της νομιμοποιημένης κρατικής και διοικητικής βίας, η ευθύνη για τη βία τελικά αντιστρέφεται και αποδίδεται σε όσες και όσους είναι πιο εκτεθειμένοι στις θανάσιμες επιπτώσεις της. Η πολιτική της μη βίας συνδέεται με κοινωνικά κινήματα που αντλούν τις ηθικές αξιώσεις τους από την επίγνωση της αλληλεξάρτησης όλων των ζωών και του μη αναλώσιμου, γι’ αυτό και πενθήσιμου, χαρακτήρα τους.