Το αντικείμενο πραγμάτευσης της συγκεκριμένης μελέτης είναι ο ελληνικός νιτσεϊσμός. Στο πλαίσιό της εξετάζονται θεμελιώδεις όψεις της πρόσληψης του Νίτσε στην Ελλάδα, όπως είναι η περίπτωση των περιοδικών "Τέχνη" και "Διόνυσος", καθώς επίσης και αυτές των Π. Βλαστού και Ν. Καζαντζάκη. Πιο διακριβωμένα, η ίδια πάντοτε μελέτη καταλήγει στα εξής συμπεράσματα: Ο νιτσεϊσμός των δύο περιοδικών λαμβάνει τη μορφή του εθνικισμού και του κοινωνικού ανισοτισμού, ακόμη και του κοινωνικού δαρβινισμού στην περίπτωση του συνεργάτη της "Τέχνης", του Π. Νιρβάνα. Ο νιτσεϊσμός του Βλαστού εμφανίζεται ως σκληρός κοινωνικός -φυλετικός ρατσισμός και ως ευγονική, γνωρίζει δε, όπως και ο νιτσεισμός της "Τέχνης" και του "Διονύσου", τον έπαινο και το θαυμασμό του Κ. Παλαμά. Ο νιτσεϊσμός του Καζαντζάκη διακρίνεται από μεγάλο βάθος και αδιάλειπτη συνέχεια: σημείο εκκίνησής του είναι η διατριβή του συγγραφέα για τον Νίτσε, επόμενος σταθμός του είναι ο θαυμασμός του ιδίου για τον Μουσολίνι και τον Φράνκο, και σημείο κατάληξής του είναι η συνεργασία του με τη "Νεολαία" του καθεστώτος Μεταξά. Η παρούσα μελέτη ακολούθως καταδεικνύει τον ελληνικό νιτσεισμό ως χονδροειδή παρερμηνεία της νιτσεϊκής φιλοσοφίας της πολλαπλότητας και της μάσκας και αναδεικνύει την πλήρη ανεπάρκεια της φιλολογικής προσέγγισης αυτού του φαινομένου ως σήμερα. Στο Επίμετρο, η ίδια μελέτη συζητά δύο θέματα, ορισμένως συναφή προς τον ελληνικό νιτσεϊσμό. Το πρώτο αφορά τη φιλοτέχνηση της εικόνας του Νίτσε από την αδελφή του, ως γερμανού εθνικιστή και προδρόμου του εθνικοσοσιαλισμού φιλοσόφου. Το δεύτερο αφορά το ακανθώδες ζήτημα της σχέσης του Heidegger με τον εθνικοσοσιαλισμό και τον Νίτσε· στο πλαίσιο της πραγμάτευσης του ζητήματος αυτού, η μελέτη καταληκτικά επιχειρεί μία κειμενική αντιπαράθεση των δύο φιλοσόφων, εστιαζόμενη στην έννοια της πατρίδος και της απουσίας πατρίδος, εννοούμενης με μία φιλοσοφική - πολιτική σημασία.