Παρατηρώντας κανείς μακροϊστορικά τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του νεοελληνικού κράτους διαπιστώνει έλλειψη μακροπρόθεσμων ρυθμιστικών κανόνων που αφορούν τη λειτουργία του κράτους. Αν εξαιρέσουμε τις περιόδους (1882, 1909, 1952, 1996) στις οποίες υλοποιήθηκαν μεταρρυθμιστικές πολιτικές, ο πολιτικός λόγος που χρησιμοποιήθηκε από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα και έγινε συχνά αποδεκτός από την ελληνική κοινωνία χαρακτηρίστηκε από μία διττή προσπάθεια που έθετε ως στόχο αφενός να τονώσει την κοινωνική συνοχή ικανοποιώντας πάντοτε το εθνικό συναίσθημα αφετέρου να μην θέσει σε αμφισβήτηση τις παραδοσιακές αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας για την πολιτική, την ιστορία, τη θρησκεία και την παράδοση. Αυτός ο διττός πολιτικός λόγος που συντήρησε επί δεκαετίες πολιτικές παθογένειες (πελατειακό σύστημα, ατελής κοινοβουλευτική δημοκρατία κ.λπ.) μετά τον Εμφύλιο απέκοψε από τον όρο «έθνος» ένα μεγάλο κομμάτι πολιτών που, είτε στο πλαίσιο της οικογενειακής παράδοσης (βενιζελισμός, δημοκρατική, αντιβασιλική στάση) είτε της προσωπικής εμπειρίας (ΕΑΜ, πολιτικές διώξεις), θεωρήθηκε ότι έχει αριστερά πολιτικά φρονήματα. Η αντιπαράθεση γύρω από τα ζητήματα της εθνικοφροσύνης συνεχίστηκε από τη μεριά των αριστερών, οι οποίοι, όπως θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε στη συνέχεια, υπερασπίστηκαν από θέση εξουσίας τον εθνικό τους χαρακτήρα μετά το 1981 και την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής αντιπαράθεσης θα εξετάσουμε τον εκσυγχρονισμό της εθνικής «αφήγησης» από την Κεντροαριστερά τη δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα. Στόχος της έρευνας είναι να μελετήσει με ποιο τρόπο νοηματοδοτήθηκε ο όρος «έθνος» διά μέσου του πολιτικού λόγου (discourse) από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Συνολικότερα να εξετάσει πώς μετακινείται το εθνικό συναίσθημα της ελληνικής κοινωνίας την περίοδο εκείνη και πώς αυτός ο λόγος εμποδίζει μέχρι σήμερα την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και την ανάγκη για μεταρρύθμιση του κράτους. Βασική θέση της μελέτης είναι ότι ο παπανδρεϊκός λόγος της δεκαετ