Ο ήρωας της Αννεμαρί Σβάρτσενμπαχ συναντά, τελικά τον άγγελό του στη μακρινή Περσία, στη σκιά του γιγάντιου όρους Νταμαβάντ, στις εσχατιές του κόσμου. Εδώ, μακριά από μια Ευρώπη που ετοιμάζεται να αναφλεγεί, επιλέγει τη φυγή στο άγνωστο. Στο κατηγορητήριο της οικογένειας, της τάξης, της πατρίδας του απαντάει εναγώνια, περιφρονώντας το παράδειγμα του Άσωτου Υιού. Υπό την επιρροή ξένων τόπων και απαγορευμένων ουσιών, πολεμάει με τους δαίμονές του και διαμαρτύρεται για την αγάπη που είναι ανέφικτη, για τη μοναξιά που είναι αναπόδραστη. Πρόκειται για μια κραυγή βαθιά ανθρώπινη και επώδυνα επίκαιρη. «Αν κάποια μέρα σε βρούνε σε κανένα χαντάκι, δίπλα σε κάποιον ξένο χωματόδρομο, δεν θα έχουμε ούτε τα κουράγια να πενθήσουμε για σένα. Θα ανασηκώσουμε μόνο τους ώμους. Πήγαινες γυρεύοντας!» Αλλά που πήγαινα γυρεύοντας; Για ποιον τρόπο θανάτου με είχατε προορίσει; Επειδή για σας ακόμα και ο θάνατος έχει ιεραρχικές διαβαθμίσεις, παρηγοριές και ιερά μυστήρια. Έχει ληφθεί μέριμνα μέχρι και για την τελευταία ανάσα, μέχρι και για το τελευταίο Ευχέλαιο, για να μη νιώσει ο άνθρωπος προδομένος. Για να γλιτώσει, να μη συναντήσει τον άγγελό του. Γιατί αυτές οι συναντήσεις γίνονται εκτός πεπατημένης...