"Η γεροντοκόρη" σόκαρε όταν πρωτοεμφανίστηκε. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι σκανδάλισε. Χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες του κειμένου, τις οποίες αφήνουμε να ανακαλύψει ο αναγνώστης, μπορούμε να πούμε ότι δύο παράγοντες συνέβαλαν σ' αυτήν την αντίδραση του κοινού. Από τη μια μεριά το θέμα (το θέμα της "γεροντοκόρης" είναι πάντα λίγο ή πολύ ταμπού) δεν μπορούσε παρά να φέρει σε δύσκολη θέση τους αναγνώστες του 1836. Από την άλλη μεριά, το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα από τα λίγα κείμενα του Μπαλζάκ όπου η ειρωνεία είναι πανταχού παρούσα. Χοντρά χωρατά πάνω σ' ένα τόσο "σοβαρό" θέμα, κοροϊδία που αγγίζει την αναισχυντία, οχληρές παρατηρήσεις που εκφράζουν έναν ψυχολογισμό που γειτονεύει με την αγέννητη ακόμη ψυχανάλυση: ιδού τα υλικά που πρέπει να αναμείξεις για να προκαλέσεις την απέχθεια και την απώθηση των αναγνωστών της εποχής. [...]