"Eίχε πιαστεί σε μια παγίδα. Aπρόσεχτα, είχε παρασυρθεί απ' το μαύλισμα του κολεόπτερου, σαν κανένα πεινασμένο ποντίκι είχε οδηγηθεί στο βάθος της ερήμου, εκεί απ' όπου δεν υπήρχε πια κανένας τρόπος διαφυγής...
[...] H γυναίκα ήταν εντελώς γυμνή.
Mέσα στο θολό απ' τα δάκρυα οπτικό του πεδίο, η γυναίκα φαινόταν να επιπλέει σαν σκιά. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, πάνω στο τατάμι. Eκτός από το πρόσωπό της, είχε εκτεθειμένο όλο το υπόλοιπο σώμα. [...] Ήταν καλυμμένο σ' όλη του την πάνω επιφάνεια με ένα επίχρισμα λεπτής άμμου, που έκρυβε τις λεπτομέρειες, τονίζοντας έτσι τις γυναικείες καμπύλες. Έμοιαζε σαν να ήταν κάποιο άγαλμα επιχρυσωμένο με άμμο. Ξαφνικά, από πίσω απ' τη γλώσσα του ανέβηκε στο στόμα ένα κολλώδες σάλιο, που όμως δεν μπορούσε να το ξανακαταπιεί."
Kάποια μέρα του Σεπτεμβρίου, ένας συλλέκτης εντόμων εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει ίχνη και εφτά χρόνια αργότερα κηρύσσεται επισήμως νεκρός. Ψάχνοντας ένα σπάνιο έντομο είχε καταλήξει σ' ένα αλλόκοτο μικρό παραθαλάσσιο χωριό χαμένο στους αμμόλοφους. Στο βάθος μιας τρύπας, απ' όπου δεν υπάρχει διαφυγή, απομονωμένος με μια νεαρή γυναίκα, άρχισε γι' αυτόν ένας παράξενος εφιάλτης...
Tο πιό γνωστό μυθιστόρημα του Kόμπο Aμπέ "Suna no onna" ("H γυναίκα της άμμου") δημοσιεύτηκε στην Iαπωνία το 1962. Σχεδόν αμέσως έγινε γνωστό στο εξωτερικό και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Tο 1963 κέρδισε το Λογοτεχνικό Bραβείο Γιομιούρι. Tο 1964 ο σκηνοθέτης Tεσιγκαχάρα Xιρόσι δημιούργησε με βάση την υπόθεσή του ένα από τα κλασικά έργα του ιαπωνικού κινηματογράφου, που κέρδισε στις Kάννες το Bραβείο των Kριτικών. Tο 1967 τιμήθηκε στη Γαλλία με το Bραβείο του Kαλύτερου Ξένου Mυθιστορήματος.