Η λογοτεχνία στα σχολικά αναγνωστικά αντανακλά τις προθέσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής, κυρίως μέσω των επιλογών συγγραφέων και κειμένων από τους ανθολόγους των οικείων βιβλίων. Για το λόγο αυτόν, τα κείμενα που περιλαμβάνονταν στις σελίδες τους αναδημοσιεύονταν για δεκαετίες κολοβωμένα και αλλοιωμένα, ώστε να συμβαδίζουν με το εκπαιδευτικό μοντέλο κάθε εποχής. Από την άλλη πλευρά, η σάτιρα αποτελεί το κατεξοχήν λογοτεχνικό είδος που ανέκαθεν ενοχλούσε την εξουσία, προς την οποία πολλές φορές έστρεψε τα βέλη της.
Στο ανά χείρας βιβλίο εξετάζεται η παρουσία δύο πολύ γνωστών σατιρικών συγγραφέων, του Ανδρέα Λασκαράτου και του Γεωργίου Σουρή στα σχολικά αναγνώσματα για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Επιχειρείται να αποδειχθεί ότι μέσα από τις συνεχείς επεμβάσεις των συντακτών των βιβλίων παραμορφώθηκαν σε σημαντικό βαθμό τα κείμενα των δύο αυτών λογοτεχνών, αποδυναμώθηκε η όποια σατιρική αιχμή του έργου τους και παρουσιάστηκαν κατά περίπτωση στα μάτια των μαθητών από απλοί διδαχοί πεζογράφοι έως και πατριώτες ποιητές. Προς επίρρωσιν των επιχειρημάτων του συγγραφέα παρατίθεται αναλυτική καταγραφή του υλικού που εντοπίστηκε κατά την έρευνά του.