Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το 5ο από τα άγνωστα ή ξεχασμένα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή, που ανασυστάθηκε από τη εφημερίδα Απογευματινή του 1961-62.
-Τον σκότωσα, είπε. Πριν από λίγο τον σκότωσα.
-Άννα, γιατί να μην μου μιλήσεις... Γιατί να μη μου πεις...
-Δεν άντεχα άλλο. Απόψε τηλεφώνησε για μια ακόμη φορά. Δεν είχα άλλα λεφτά ούτε μπορούσα να βρω. Πήγα στο σπίτι του και τον σκότωσα. Δεν είχε ούτε μίσος ούτε θυμό η φωνή της. Ούτε καν φόβο. Μόνο την αποδοχή μιας ανεπανόρθωτης καταστροφής. Για μια ακόμη φορά κατάλαβα πόση σημασία είχε αυτή η γυναίκα για μένα. Δεν ήταν, ίσως, σωστό, αλλά το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή ήταν η σωτηρία της.
Ήταν το πιο εξωφρενικό που μπορούσε να συμβεί. Η Άννα Χαριλάου, από τις πιο γοητευτικές, αλλά συγχρόνως και πιο σοβαρές γυναίκες των Αθηνών, ένοχος μια δολοφονίας. Η Άννα Χαριλάου, που τη γνώριζα από τον καιρό που ήταν ακόμα νέα κοπέλα και που δεν μου έδωσε ποτέ, παρ’ όλη τη στενή φιλία μας, το θάρρος να της μιλήσω για όσα αισθανόμουν για κείνην. [...]
Σ’ αυτή ακριβώς τη φάση της ιστορίας μου, έκανα τη γνωριμία του αστυνόμου Μπέκα. Με κάλεσαν στην Ασφάλεια. Σ’ ένα μικρό γραφείο με περίμενε ένας μεσόκοπος κοντόχοντρος τύπος με πολιτικά, νυσταγμένο πρόσωπο κι ασήμαντη εμφάνιση...
Η Αθήνα του 1961. Το κέντρο της, οι συνοικίες της, και ο Πειραιάς. Καμπαρέ, στριπτηζάδικα, εμπόριο λευκής σαρκός και ναρκωτικά, πολυτελή διαμερίσματα, προσφυγικά χαμόσπιτα, γκαρσονιέρες. Αξιοπρεπείς μεγαλοαστοί και υπόκοσμος και εκβιαστές. Ο κόσμος του θρυλικού αστυνόμου Μπέκα. Ένα άγνωστο μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή που δημοσιεύτηκε σε 100 συνέχειες στην Απογευματινή το 1961-1962 και κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε βιβλίο με τις πρωτότυπες εικόνες του Μ. Γάλλια.