Το βιβλίο αυτό πρωτοεκδόθηκε το 1977 στο Λονδίνο και αποτελεί σταθμό στη βιβλιογραφία για την τέχνη του τέλους της αρχαιότητας και του πρώιμου Μεσαίωνα. Η εποχή αυτή αντιμετωπίστηκε για πολύ καιρό ως εποχή πτώσης και παρακμής. O Κίτσινγκερ είναι ο πρώτος που την αντιμετωπίζει ως μια ενιαία περίοδο με σαφή όρια: στην αρχή της, τη διάλυση του ρωμαϊκού κράτους και, στο τέλος της, την εμφάνιση νέων δυνάμεων - των Αράβων στο νότο, των Γερμανών στο βορρά.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνεται μισή σχεδόν χιλιετία της ευρωπαϊκής ιστορίας, στην οποία η τέχνη αποτελεί μαρτυρία των ριζικών μεταβολών που συνέβησαν σε πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και πνευματικό επίπεδο. Ακριβώς λόγω των ανατροπών αυτών, δεν υπάρχει στην τέχνη της εποχής από τον 3ο ώς τον 7ο αιώνα μια απλή εξελικτική πορεία. O συγγραφέας διερευνά μάλλον μια διαλεκτική διαδικασία: σε ορισμένες χρονικές στιγμές και σε ορισμένους τόπους γίνονται ξαφνικά άλματα προς νέες, αντικλασικές καλλιτεχνικές μορφές, που αργότερα τις διαδέχονται άλλα ρεύματα επιστροφής στο παλαιό, σαν ένα είδος αναγέννησης. Κατά την περίοδο αυτή, που λήγει με τη βυζαντινή εικονομαχία τον 8ο αιώνα, διαμορφώνεται πλήρως μια τέχνη με χριστιανικό περιεχόμενο η οποία επιβάλλεται υπερνικώντας το ταμπού που έως το 200 μ.Χ. περίπου απαγόρευε τη θρησκευτική τέχνη. Η θεώρηση του συγγραφέα εστιάζεται στη διερεύνηση αυτών των πολλαπλών καλλιτεχνικών ρευμάτων, τα οποία αναδεικνύονται με σαφήνεια καθώς προβάλλονται τα πιο χαρακτηριστικά τους παραδείγματα. Το βιβλίο παρουσιάζει ένα πανόραμα της εποχής από τον 3ο έως τον 7ο αιώνα με βάση τα έργα τέχνης: αγάλματα, ανάγλυφα, έργα μεταλλοτεχνίας και ανάγλυφα σε ελαφαντοστό, νομίσματα, εικόνες, τοιχογραφίες και βεβαίως ψηφιδωτά, αλλά και εικονογραφήσεις χειρογράφων.
Η μετάφραση στα ελληνικά από τη Στέλλα Παπαδάκη-Όκλαντ, καθηγήτρια της Ιστορίας της Βυζαντινής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης ώς τον θάνατό της (2002), πλουτίζει την ελληνόγλωσση βιβλιογραφία με ένα κλασικό βιβλίο για την τέχνη της