...Πέρασα μια δύσκολη νύχτα. Σχεδόν δεν έκλεισα μάτι. Όσες φορές, άθελά μου, με πήρε για λίγο ο ύπνος -μαύρος ύπνος δηλαδή-, έβλεπα το σπίτι μου να κλυδωνίζεται σαν καρυδότσουφλο σε μια τρικυμισμένη θάλασσα κι εμένα μετά βίας να κρατιέμαι πότε από την κουπαστή της σκάλας και πότε από το άλμπουρο, που δεν ήταν άλλο από την καμινάδα του τζακιού μου. Ύστερα πάλι στριφογυρνούσα, λέει, σαν τρελός, πέρα-δώθε, στο αμπάρι μιας πελώριας Ξυλόκατας, εξελιγμένης μάλιστα κατά τούτο: τώρα ήταν γεμάτη με μιαν ημίρρευστη, αχνιστή κόλλα, σαν κι εκείνη στα καζάνια της κόλασης, που την αναδεύουν με τις δεκριάνες τους οι Ζορζοβίλοι· λες και θα μπορούσα ποτέ να γλυτώσω, αν δεν την είχαν βάλει εκεί! Ποιος ποτέ γλύτωσε από τα νύχια της Ξυλόκατας, για να γλυτώσω κι εγώ; [...]