«Τι κι αν ήταν όλα της δικής τους ζωής κομμάτια.
Τα πλέκω περίτεχνα σαν πλεξούδα με τα δικά μου.
Και πια δεν ξεχωρίζω πού είμαι εγώ και πού οι άλλοι».
Η Φώτω, ένα δεκάχρονο κορίτσι στις αρχές της δεκαετίας τού ’50, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο της και να γίνει υπηρέτρια σε ένα αρχοντικό. Η ηρωίδα, διανύοντας διάστημα μισού αιώνα, αφηγείται γεγονότα της ζωής της και φωτίζει το κοινωνικό φαινόμενο της ‘‘ψυχοκόρης’’ από μία οπτική γωνία που σε μεγάλο βαθμό παραμερίστηκε λογοτεχνικά.
Στο πρόσωπό της συναντάμε τη διαχρονική διαδρομή της γυναίκας που οφείλει να διεκδικήσει όχι μόνο την αυτονομία της σε σχέση με τους πατριαρχικούς κανόνες, αλλά και να ορίσει τη θέση της ανεξάρτητα από τις προσδοκίες των άλλων. Σε έναν κόσμο σκληρό με πολέμους, φτώχια και πείνα, έναν κόσμο στον οποίο συντρίβονται καθημερινά όνειρα, ελπίδες και στόχοι, η ηρωίδα δημιουργεί ένα παράλληλο σύμπαν στο οποίο χωρούν μόνο το έλεος, η καλοσύνη και η συμπόνια.