Όταν πρωτοέπεσε το βιβλίο της Άννας στα χέρια μου, ήταν Νοέμβρης του 1993. Αμέσως ένιωσα να έλκομαι: δέος και μια παράξενη συγκίνηση με συνεπήρε. Ρίγησα με την εξιστόρηση της ζωής και των προσπαθειών της πρώτης ομάδας των μαθητών του Γκουρτζίεφ, με τη συνάντηση και το ειδύλλιο της Άννας με τον Ουσπένσκυ, την περιγραφή του καφενείου Φιλίπποφ όπους σύχναζαν, τις όμορφες λευκές νύχτες της Πετρούπολης, και τα σπίτια τους, που ήταν όλα κοντά μεταξύ τους. (Από την εισαγωγή του βιβλίου)