Η ευφορία που νιώθουμε κατά τη θέαση της αισθηματικής μουσικής κωμωδίας του Ντίνου Δημόπουλου "Μια τρελλή, τρελλή οικογένεια" (1965), δεν οφείλεται μόνο στην επιδέξια κινηματογράφηση της πλοκής και στο συναρπαστικό ρυθμό των κινήσεων των ηθοποιών, που εκφέρουν τους γλαφυρούς διάλογους του Νίκου Τσιφόρου και του Πολύβιου Βασιλειάδη. Η απόλαυσή μας προκαλείται και από έναν άλλο, κρίσιμο αλλά αδήλωτο παράγοντα: την ποιητική συμπεριφορά των χρωμάτων. Τα τελευταία, χάρη στη νοηματική τους ευαισθησία και τη δυναμική των λαμπερών τους εντάσεων (αποτελέσματα της διασταύρωσης της σκηνοθετικής ματιάς με τη φωτογραφική τέχνη του Νίκου Καβουκίδη), ενεργοποιούν μιαν απρόσμενη υποκειμενικότητα του κινηματογραφικού χώρου. Τούτος εδώ μάς μεταδίδει την ανάλαφρη πνοή ενός ιδανικού στοιχείου, το οποίο, διαπερνώντας τη συνάντηση του αισθηματικού με τον κωμικό τόνο του έργου, ζει στο ίδιο το θέμα της ταινίας: μέσα στη σχέση της ενωτικής με τη συγκρουσιακή διάσταση του έρωτα ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου αισθάνεται και διερευνά την οπτική -και την ηχητική- λογική της ζωής ενός τέτοιου ιδανικού, ως της βαθύτερης ποιότητας η οποία χαρακτηρίζει τούτο το κομψοτέχνημα του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου.