Η "Ιλιάδα", μεγαλόπνοο έπος από δεκαπεντέμισυ χιλιάδες περίπου δακτυλικούς εξάμετρους στίχους, είναι το πρώτο μνημείο ελληνικού ποιητικού λόγου που μας έχει σωθεί. Για υπόθεσή του έχει το θυμό του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα, τον αρχηγό της εκστρατείας, και τις φοβερές συνέπειές του.
Το επεισόδιο που προκάλεσε τη σύγκρουση παρουσιάζεται να γίνεται στην αρχή του δέκατου χρόνου του Τρωικού πολέμου. Ο πόλεμος αυτός, σύμφωνα με την παράδοση, έγινε γιατί ο Πάρις, γιος του βασιλιά της Τρωάδας Πριάμου, ήρθε στη Σπάρτη, όπου βασίλευε ο Μενέλαος, αδελφός του Αγαμέμνονα, και του άρπαξε τη γυναίκα του την Ελένη και πολλούς θησαυρούς. Οι Αχαιοί βασιλιάδες τότε πήρα τα παλληκάρια του λαού τους και, ενωμένοι κάτω από τη γενική στρατηγία του Αγαμέμνονα, ήρθαν στην Τροία, για να πάρουν πίσω την Ελένη και τους θησαυρούς, και για το σκοπό αυτό πολεμούσαν εννέα χρόνια. Το δέκατο, τη στιγμή που αρχίζει η αφήγηση, γίνεται ο μεγάλος τσακωμός. Αφορμή του ο Απόλλωνας που θύμωσε γιατί ο Αγαμέμνονας πρόσβαλε τον ιερά του το Χρύση και δεν του έδωσε πίσω την κόρη του που την είχαν σκλαβώσει οι Αχαιοί και την είχαν δώσει δώρο στο βασιλιά τους. Εννιά μέρες λοιμός σταλμένος απ' το θεό θέριζε το στρατό· τη δέκατη ο Αχιλλέας, γιος της Θέτιδας, ο πιο γενναίος απ' όλους τους Αχαιούς συγκάλεσε σε συνέλευση το στρατό, και σ' αυτήν ο μάντης Κάλχας φανέρωσε την αφορμή του κακού. Ο Αγαμέμνονας υποσχέθηκε να δώσει πίσω την κόρη, μα γύρεψε να του δώσουν για αντάλλαγμα κάποιαν άλλη. Ο Αχιλλέας του αντιμίλησε, κι εκείνος τον φοβέρισε πως θα πάρει τη δική του σκλάβα τη Βρισηίδα. Τότε ο Αχιλλέας θύμωσε και ορκίστηκε να μην κατέβει πια στον πόλεμο. [...]
(από την εισαγωγή του βιβλίου)