ΟΠΩΡΑ
Αυτά που κάποτε ήταν στήθη
καμαρωτά σαν κόκορας, τώρα τα δέρνει
μιας ατελείωτης θλίψης Γαλαξίας.
Στήθη που δεν στοχάζονται πια τώρα
το μάρμαρο και τη φωτιά.
Ωσάν θεάς, που έχασε την πίστη της
στο πορφυρό σκοτάδι τ’ ουρανού.
Ελάτε, νάρκη και όνειρα,
στους πεζοδρόμους του Άδη
τον ύπνο μου στιχοθετήστε,
να μη θωρώ το Κλέος της Ήρας
να πιπιλίζει των αιθέρων τ’ άστρα·
η ευκολία με την οποία γερνούν,
τα χείλη γέμει αυλού με σκότος.