Η επίγνωση.ως.επιστήμη κατάγεται από την σχέση τραγωδίας και δράματος, στον βαθμό που η σχέση αυτή δείχνει να δεξιώνεται το πάθημα.μάθημα ως θεμελιώδη όρο της μόνης εν πράγμασι, εμπειρικά πιστοποιημένης, επίγνωσης. Δηλαδή, για ότι ως σύνθεμα ποιητικής μιμήσεως και πολιτικής μέριμνας παρεμβαίνει καθοριστικά στο δια.λέγεσθαι και το συν.ειδέναι της πολιτειακής κοινότητας μέσω της εκδραμάτισης. Κατανοούμε ίσως εύλογα πως μία επιστήμη στραμμένη στο «ποσ.όν» και το «ρητ.όν» του όντος διαφέρει ριζικά από μίαν άλλη αφιερωμένη στο «ποι.όν» και το «ιερ.όν» του όντος, όχι ως προς τις «μεθόδους» του γνωστικού «άγους» αλλά ως προς τις «μεθέξεις» του γνωστικού «ήθους».
Κατά πώς το ζήτημα τίθεται δεν αφορά μίαν οιανδήποτε ασήμαντη διαφορά αλλά την ριζικότητα μίας διάτασης μεταξύ της «οδού.ως.άγους» (μέθ.οδος και επ.αγωγή) και της «έξης.ως.ήθους» (μέθ.εξις και δια.γωγή). Ως «άγος», ή «οδός» προσάγεται στον «πόρο» αλλά και στον «δόλο»· εξ αντιθέτου, ως «έξις», το «ήθος» προσάγεται στον «θυμό» αλλά και την «ψυχή». Γνωρίζουμε βέβαια πως ο εμεωυτός διχάζεται ανάμεσα στις δύο αυτές αντίρροπες συνάφειες κατά τον τρόπο που οι ζωτικές και βιοτικές επιτάσεις τους διίστανται στην δύναμη του οδεύειν, από την μια, και στο σθένος του ίστασθαι, από την άλλη, βάσει των υποδείξεων της πρωταρχικής ομηρικής διαίρεσης. Αυτό όμως δεν σημαίνει εν προκειμένω πως το «δίζημαι», όντας εγγενώς διχοστασιακά ενεργοποιημένο, αποποιείται ή παραβλέπει την εμφαντική εκδραμάτιση της διχοστασίας πάνω στο κύρος της οποίας επαληθώς εγείρεται.