Σκουπίδια, άχρηστα, ελεεινά ανθρωπάκια της δεκάρας αυτό ήσασταν, και όμως κάνατε τους έξυπνους, τους σπουδαίους, υποταγμένοι στις φαντασιοπληξίες του μυαλού σας! Πού πήγαν τα όνειρά σας, πού σας ταξίδεψαν; Μα φυσικά, πού αλλού... στα σκοτάδια της ψυχής σας.
Τι με κοιτάτε; Αφήστε με να σας πω αλήθειες, ελευθερώστε τη φωνή μου, για να δείτε την πραγματικότητα στα μάτια σας και στην ψυχή σας. Γιατί από όλα όσα έχουν ως τώρα συμβεί, τίποτα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί χαμένο για την ιστορία μας.
Φτάνει πια, δεν θέλω να ακούσω τίποτε άλλο, κατάλαβα, όμως πες μου μόνο αυτό, μια λέξη, εγώ τι ήμουνα για σένα σε αυτό το παιχνίδι, πες μου. Τα σαγόνια του άρχισαν να τρέμουν, έβαλε ποτό και άναψε τσιγάρο. Η ζωή που πάντα ήθελα να έχω, ψέλλισε. Και κανείς δεν είπε τίποτα. Τότε ξαφνικά έσφιξε με δύναμη το ποτήρι, το 'σπασε, τα δάχτυλά του γέμισαν αίματα. Γύρισε, πήρε τη βαλίτσα του και έφυγε. Τον περίμενε βλέπεις το καράβι για ταξίδια μακρινά με όνειρα άπιαστα μέσα στις θύελλες του μυαλού και της σάρκας του.