Η μάχη της Ισσού αποτέλεσε την πρώτη αναμέτρηση, μετά από έναν και πλέον αιώνα, κατά την οποία ο περσικός αυτοκρατορικός στρατός χρειάστηκε να κινητοποιηθεί κατευθυνόμενος προς τη δύση προκειμένου να αντιπαρατεθεί με μια δύναμη του ελλαδικού χώρου. Ήταν επίσης η πρώτη φορά που ο Αλέξανδρος και ο Δαρείος, οι δύο προσωπικότητες που σφράγισαν τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, ήλθαν αντιμέτωποι στο πεδίο της μάχης με διαφορετικά κίνητρα ο καθένας.
Η εδραίωση των Μακεδόνων ανατολικά του Ελλησπόντου μετά την επιβλητική νίκη στον Γρανικό αποτέλεσε το πρώτο βήμα για τη διεύρυνση του ελληνικού προγεφυρώματος και την προσάρτηση μιας στρατηγικής σημασίας περιοχής όπως η Μικρά Ασία. Παρά τις προσπάθειες του Ρόδιου στρατηγού Μέμνονα να αναχαιτίσει τη μακεδονική προέλαση, η αποφασιστική αλλά και ευέλικτη πολιτική του Αλεξάνδρου απέναντι στις πόλεις και τους λαούς της περιοχής, σε συνδυασμό με την ολιγωρία των Περσών να ακολουθήσουν μια συνεπή και σθεναρή τακτική, κατέστησαν σχετικά σύντομα τον Μακεδόνα βασιλιά κύριο των δυτικών σατραπειών της αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, αυτό που έλειπε ήταν μια καθοριστική μάχη του Αλεξάνδρου με αντίπαλο τον ίδιο τον Πέρση μονάρχη. Σε περίπτωση νίκης των Μακεδόνων, η εκστρατεία θα αποκτούσε νέα δυναμική και θα δημιουργούντο εξαιρετικές προϋποθέσεις για τη συνέχεια του πολέμου. Από την άλλη πλευρά, ο Δαρείος, δεχόμενος πιέσεις από την περσική αριστοκρατία και θέλοντας να απαντήσει δυναμικά στη μακεδονική πρόκληση, ηγήθηκε ο ίδιος της στρατιωτικής δύναμης που είχε ως στόχο να τερματίσει την αποσύνθεση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, εξουδετερώνοντας τη θανάσιμη απειλή που αντιπροσώπευε ο Αλέξανδρος. Έτσι, το καλοκαίρι του 333 π.Χ., η κάθοδος των Μακεδόνων στην Κιλικία και η διείσδυση στη Συρία προλείανε το έδαφος για τη "μητέρα των μαχών".