Το βιβλίο αυτό του Βρετανού φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον (1788-1841) συγκαταλέγεται στα πρωιμότερα έργα που γράφτηκαν για την Ελληνική Επανάσταση και από την αρχή θεωρήθηκε ένα από τα σοβαρότερα και εγκυρότερα. Σημαντική είναι άλλωστε η επίδραση που άσκησε στις πολύ γνωστές σήμερα ιστορίες του Τζορτζ Φίνλεϋ και του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Γόνος πλούσιας σκοτσέζικης οικογένειας, ο Τόμας Γκόρντον (Θωμάς Γόρδων επί το ελληνικότερον) σπούδασε στο Ήτον και στην Οξφόρδη. Η κλασική παιδεία του εξηγεί ως ένα βαθμό τον ενθουσιασμό του για την Ελλάδα και την ανάμειξή του στις ελληνικές υποθέσεις. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου για την ανεξαρτησία της Ελλάδας ο Γκόρντον πρόσφερε την αμέριστη υλική και ηθική συμπαράστασή του στον αγώνα των Ελλήνων, κυρίως από τη Σκοτία. Και για δύο μάλλον σύντομα χρονικά διαστήματα συμμετείχε ενεργά σε αυτόν τον αγώνα: πρώτα στις αρχές της Επανάστασης, οπότε πολέμησε υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη και έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, και κατόπιν το 1826-1827. Αυτή η δεύτερη και πιο μακρόχρονη περίοδος της άμεσης συμμετοχής του συνέπεσε με τους καταστροφικούς εμφυλίους πολέμους και την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Στην περίπτωση αυτή, ειδική αποστολή του Γκόρντον ήταν να φέρει στους Έλληνες το τελευταίο ποσόν του δευτέρου αγγλικού δανείου, διατηρώντας απόλυτο έλεγχο της διαχείρισής του. Μεταξύ άλλων, επιχείρησε να αναδιοργανώσει μαζί με τον Φαβιέρο τον τακτικό στρατό και ηγήθηκε (ως την παραίτησή του) της αποτυχημένης εκστρατείας του Φαλήρου. Μετά τη λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων και ως τον θάνατό του, η ζωή του Γκόρντον μοιράστηκε μεταξύ των δύο τόσο διαφορετικών τόπων που είχε αγαπήσει: της Σκοτίας και της Ελλάδας. "Το έργον είνε σπουδαίον και το επόνεσα", έγραφε τον Νοέμβριο του 1903 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στον Γιάννη Βλαχογιάννη για το βιβλίο του Γόρδωνα. Και η μετάφραση του έργου είναι επίσης σπουδαία. Όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος: "Παρά τα βάσανά του, ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει στοργικά τον Γόρδων