Την πρώτη φορά, το Κακό σταμάτησε ακριβώς στην είσοδο του χωριού. Τέσσερεις μαυροντυμένοι πήραν το δρόμο που σε πάει προς τα χωράφια. Εγώ, πάνω στην ιταλική μας φοράδα, πήγαινα στην καλύβα του παππο-Στέφου. Ο κόσμος έστεκε φοβισμένος, ακίνητος. Ένιωσα κάτι τρομερό να συμβαίνει. Σταμάτησα τη φοράδα αποφεύγοντας να περάσω από τα πλατάνια. Οι τέσσερεις μαυροντυμένοι έφερναν δεμένο από το χωράφι έναν συγχωριανό μας, τον Μίχο Μπαρούτα. Η συνοδεία πέρασε σχεδόν δίπλα μου. Ο μπαρμπα-Μίχος φορούσε ένα λασπωμένο βαρόλο. Ήταν ακόμη ιδρωμένος στο πρόσωπο από τον κάματο της γης. Ένιωσα το βλέμμα του να συναντάει ήσυχα το δικό μου. Την επόμενη φορά που ξαναείδα το τζιπ, πήγαινα επίσκεψη στον παππο-Γιάννη, που έμενε κοντά στην Πιάτσα. Το Κακό σταμάτησε πάλε κοντά μου. Η πλατεία βουβάθηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Τέσσερεις μαυροφορεμένοι βγήκαν από το στενό του Ράιδου σέρνοντας δεμένο τον Νίκο Μπάκο, τον πιο μεγαλόσωμο και χειροδύναμο άντρα του χωριού. Μόνο η θέα αυτού του δεμένου θεριού σου προκαλούσε τον πανικό. Την τρίτη φορά, γύριζα από τα χωράφια όταν είδα από μακριά το Κακό να βγαίνει από το χωριό μου και να στρίβει στο ντερβένι για το Αργυρόκαστρο. Όπως έμαθα αργότερα, είχαν πάρει δεμένο τον Κίτσο Μπόμπολη, έναν ευγενικό και θαρραλέο συγχωριανό. Είχα προσέξει και κάτι άλλο με την παιδική μου αφελή παρατήρηση, πως το Κακό έπαιρνε πάντα τους καλούς ανθρώπους.
Οι Ιστορίες από το Σπάτς δεν αποτελούν απλώς μιάν απεικόνιση της πραγματικότητας. Ως λογοτεχνικό ντοκουμέντο, διεκδικούν κάτι πολύ βαθύτερο από την εξιστόρηση ενός χρονικού διώξεων και κακουχιών. Διεκδικούν την εξοικείωση του αναγνώστη με έναν κόσμο άγνωστο και ανεξερεύνητο. Οδηγός σε τούτη την περιπλάνηση είναι η λιτή μα στιβαρή αφήγηση του Αχιλλέα Σύρμου, ο οποίος με το έργο αυτό αγγίζει τα χνάρια της μνήμης και της Ιστορίας, κατακτώντας επάξια μια θέση πλάι στους μεγάλους του είδους.