ΟΝικόλας ήταν ψαράς από τα γεννοφάσκια του.
Ο μπαμπάς του, ο παππούς του, ο προπάππους ψαράδες κι αυτοί σε ένα μικρό νη-σάκι των Κυκλάδων.
Μα η μοίρα τού έστειλε γυναίκα από τα βουνοχώρια της Στερεάς Ελλάδας.
Ο θείος Μανώλης, όταν ήταν παλικαράκι ακόμη αμούστακο, του έλεγε. «Γυναίκα από βουνό να πάρεις. Βλάχα να πάρεις. Να ναι άξια να φτιάχνει πίτες και να ξέρει να δουλεύει καλά τον ξυλόφουρνο. Δω οι δικές μας χαμπάρι δεν έχουν, μόνο ψάρια καθαρίζουν κι ανάβουν το μαγκάλι σαν να ’ναι καντήλι, σε μισή ώρα σβήνει. Αδύνατες, ξερακιανιές σαν τα λιαστά χταπόδια. Γυναίκα από τα βουνά να πάρεις. Να ΄ναι δροσερή σαν το κρυστάλλινο νερό της πηγής. Να 'χει τα μάγουλα κόκκινα σαν τα μήλα τα ώριμα". [...] (Από την έκδοση)