Δύο γυναίκες -γιαγιά και εγγονή- δύο εποχές, και πολλά διαφορετικά είδη καφέ συνθέτουν το σκηνικό δύο ιστοριών που συστρέφονται και ελίσσονται στον χώρο και τον χρόνο... Ένα μυθιστόρημα που ταξιδεύει τον αναγνώστη από τον καφέ με... θαλασσινό νερό που σερβίρει η Ελένη στη Μονεμβασιά του 1950, έως τον ελληνικό καφέ με άψογο καϊμάκι που ξέρει να φτιάχνει ένας Ινδός στο Λονδίνο του 2005· κι από τον καφέ που λένε τρεις διορατικές γιαγιάδες στα εγγόνια τους έως το κουτάκι με ντεκαφεϊνέ που βρίσκεται ανεξήγητα στα πράγματα της εθισμένης στην καφεΐνη Ιωάννας... Ο αγώνας ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις του παρελθόντος, αλλά και τις ευκολίες του παρόντος, η ομορφιά της ζωής και η οικουμενικότητα του έρωτα αποτελούν τον αφηγηματικό καμβά σ' αυτό το διεισδυτικό μυθιστόρημα που εκπλήσσει, διασκεδάζει και συγκινεί. "Η Ελένη έβγαλε ένα δεύτερο φλιτζάνι από το γαλάζιο ντουλάπι με τα σερβίτσια. Μετάγγισε δυο κουταλιές στο φλιτζάνι της εγγονής της και το γέμισε ως επάνω με νερό βρύσης. "Βάζεις νερό!" της είπε με παράπονο η Ιωάννα. "Σου φτιάχνω έναν ειδικό καφέ για παιδάκια. Καφέ με Ούλεν... Θα έρθει μια μέρα όμως που θα είσαι αρκετά μεγάλη για να δοκιμάσεις κανονικό, δυνατό καφέ. Κι από εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορέσεις να ξαναπιείς καφέ με Ούλεν, γιατί θα σου φαίνεται νερωμένος κι άνοστος. Να 'χεις γερό στομάχι στη ζωή σου, παιδί μου. Και να διαλέγεις τις αληθινές γεύσεις, τα δυνατά αρώματα, κι ας σου πέφτουν βαριά καμιά φορά." Έπρεπε να περάσουν πάνω από είκοσι χρόνια για να καταλάβει η Ιωάννα τι εννοούσε η γιαγιά της..."