Αν και το μυθιστόρημα του Γκρην διαδραματίζεται κυρίως σε ένα λεπροκομείο καθολικού μοναστηριού στο Βελγικό Κονγκό, τη δεκαετία του ’60, δεν είναι ένα βιβλίο για τη λέπρα· είναι ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα για έναν άντρα που αρρώστησε από ένα είδος ηθικής λέπρας και βγήκε από αυτή λαβωμένος, ακρωτηριασμένος, χωρίς κανένα ενδιαφέρον πια για τη ζωή και για ό,τι συμβαίνει γύρω του.
Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας διάσημος αρχιτέκτονας. Το να κάνει έρωτα ήταν γι’ αυτόν συνώνυμο με το να αγαπά. Ανακαλύπτοντας το λάθος του, τον κυριεύει η αμφιβολία και η απελπισία για τους έρωτες που έζησε, για τη δουλειά του, στην οποία διέπρεψε, και για όλες τις επιλογές του, και καταφεύγει στο Κονγκό, χωρίς να έχει καμιά ιδέα για το τι θα κάνει σ’ αυτή τη χώρα. Εκεί συναντά πιστούς χριστιανούς και άθεους.
Ο Γκρην μπορεί να είναι χριστιανός, αλλά δεν είναι καθόλου διδακτικός. Είναι αμείλικτος στα πορτρέτα των χριστιανών που σκιαγραφεί. Μόνο ένας σώζεται και ζωγραφίζεται με συμπαθητικά χαρακτηριστικά: ο ηγούμενος της αποστολής, ο οποίος ωστόσο παραμένει ένας νηφάλιος, ουδέτερος παρατηρητής, μακριά από τη δράση. Και η Θεία Χάρις είναι απούσα, εκτός κι αν, ίσως, στο τέλος του βιβλίου, αναφύεται πιθανόν η ελπίδα για την παρέμβασή της.
Από την άλλη, η πλευρά των άθεων ζωγραφίζεται με έντονα χρώματα. Ένας δημοσιογράφος χωρίς ενδοιασμούς, η απόλυτη αδιαντροπιά του οποίου επισύρει εντέλει την επιείκεια. Και ένας γιατρός, ακέραιος, θαρραλέος, ευφυής, που δε γνωρίζει τη χαρά της ζωής, αλλά ο αγώνας που δίνει εναντίον της λέπρας τού επιτρέπει να ζει. Αυτός, θρησκεία του οποίου είναι η επιστήμη και η πρόοδος, συμβιώνει αρμονικά με τους μοναχούς.