Καθόμουν στο πίσω κάθισμα, πίσω του ακριβώς... Κατά διαστήματα τρύπωνα και στην αγκαλιά της μάνας μου στο μπροστά κάθισμα. Πού να το διανοηθεί σύγχρονος!
Κατά λάθος ζει η γενιά μου. Ωστόσο από κείνη τη θέση του αυτοκινήτου είδα - και τι δεν είδα. Άντρες με φαβορίτες αλά Κόκοτας και καμπάνες παντελόνια να πειράζουν γυναίκες με μίνι φούστες και παπούτσια-πολυκατοικίες. Είδα ανθρώπους να σπρώχνονται σε βιτρίνες καταστημάτων που πουλούσαν τηλεοράσεις να τις χαζέψουν ως «θαύμα» και η Νάκη Αγάθου να τους χαμογελά από ασπρόμαυρη οθόνη.
Είδα το μπουκάλι της Coca Cola και έκανα το πείραμα με το δίφραγκο. Είδα πολυώροφους κότσους να κτίζονται σε κομμωτήρια... Ώρες και ώρες κάτω από κάσκες. Και μαλλιά να ελευθερώνονται χάρη στη μεγάλη ανακάλυψη: το «πιστολάκι».
Μας είδα να χορεύουμε σέικ, να αηδιάζουμε με τη γεύση του μουρουνόλαδου και από την πέτσα στο γάλα. Να κρύβουμε τους δίσκους του Θεοδωράκη... Απαγορευμένοι. Και στη συνέχεια να κρύβουμε τους δίσκους του Πάριου... Κι αυτοί απαγορευμένοι κατά μια έννοια.
Είδα - και τι δεν είδα! Τώρα που το καλοσκέφτομαι... Χούντα, Πολυτεχνείο, Κυπριακό, «ε-ε-έρχεται» με τρία ε μπροστά. Πήρα στο κατόπι τα χρόνια. Μεταξύ μας, μια πληγή δική μου ακολούθησα. Μου έλειψε! «Σπουδαίος επιχειρηματίας». Ο μπαμπάς μου. Μια πληγή που πονούσε ακολούθησα και τη στόλισα μ’ ένα σωρό μεγάλα και μικρά, με τη μικροϊστορία μιας ολόκληρης γενιάς, για ν’ αντέξω να σας τη μεταφέρω.
Πότε επιβάτις, πότε λαθρεπιβάτις. Στη ζωή του, στη ζωή της, στη ζωή μου... Μια διαδρομή παράλληλα με έναν μεγάλο έρωτα, με την ιστορία του εμπορίου στη χώρα μας και την ιστορία του αυτοκινήτου. Περάστε... Σε όποιο κάθισμα... Έμαθα και να οδηγώ. Βόλτα στα χρόνια θα σας πάω.