Βρεθήκαμε μαζί στην ίδια στάση, εγώ κι ο κανένας·
που είχα τα πάντα σχεδόν κι εκείνος μόνο τα μαύρα του χέρια,
που είχα τα πάντα να χάσω κι εκείνος κανέναν.
Το μαύρο του σώμα το 'χε κυρτωμένο,
κι εγώ ο λειψός, από σθένος σωμένος,
σταθήκαμε του ενός με χαμόγελο ο άλλος.
Στα μάτια μας μέσα κάθε άγχος θα σβήσει·
καιρό τώρα ο ένας κρατώντας το χέρι του άλλου,
λιτοί στην σκέψη πως δεν έτυχε να 'μαστε ίσοι.
Κι όπως έτσι μας στίβαξ' η μοίρα,
στα μαύρα του μάτια κοίταξα κι είδα,
κι ας διαφέρουμε τόσο, πως είμαστε ίδιοι.