Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης ήταν πολύ μεγάλος για να χωρέσει σ’ αυτό το πολλά υποσχόμενο καλούπι. Γόνος ευγενών, όχι μόνο ως προς το αξίωμα αλλά και ως προς την καλλιέργεια ψυχής και πνεύματος, απεμπόλησε όλα τα οφίτσια για να αποσυρθεί στον τόπο που γεννήθηκε, στους Καρουσάδες, και να σταθεί στο πλευρό των χωρικών. Έμπρακτα, με την ιατρική και την προσωπική φροντίδα που τους παρείχε, αλλά και διαμορφώνοντας με το έργο του τον χαρακτήρα τους. Δεν δίστασε ν’ αναδείξει τα πάθη τους, την τραχιά τους φύση που, πολλές φορές, τους ωθούσε σε ακραίες πράξεις, κυρίως σε θέματα τιμής.
Γνήσιος ιδεολόγος, πίστευε σ’ έναν ανθρωπισμό που πόρρω απείχε από τα απαραίτητα βέλη στη φαρέτρα ενός επαναστάτη.
Πάνω από συγγραφέας με τεράστιο βάθος, παρέμεινε ένας βαθιά διχασμένος άνθρωπος, κάτι που ήταν εμφανέστερο στην ευγένεια ψυχής και την τελική απόγνωση που του προξένησε ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του.
Πέρα από το δάσος λάτρεψε και πόνεσε το δέντρο, πέρα από τα σύνολα, το άτομο. Αυτός είναι και ο λόγος που αγαπήθηκε από τον κόσμο. Γιατί εξέφρασε τα πάθη τους μη φοβούμενος να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα. Γιατί μίλησε εξ ονόματος όλων των αδικημένων.