Παίρνω το λεωφορείο της Γραμμής «10» στη Θεσσαλονίκη, από την αφετηρία ως το Τέρμα, ωςτον Σιδηροδρομικό Σταθμό, και γράφω ό,τι θυμάμαι, επινοώ και φαντάζομαι από κάθε στάση.Δεκαεννιά στάσεις. Γράφοντας καταλαβαίνω πως το μυαλό είναι ένα ανοιχτό στρατόπεδο αιχ-μαλώτων. Ή, ένα πριονιστήριο γεμάτο ακρωτηριασμένες, λειψές μνήμες, επινοήσεις, φαντα-σιώσεις κι εμπειρίες που διαρκώς αλλάζουν νόημα, χάνονται, επανέρχονται, διασταυρώνονταικαι πάλι διαφεύγουν. Ξέρω, δηλαδή, ότι δεν κοπαδιάζουν οι λαγοί, αλλά εδώ συνημμένως ψάλ-λονται. Έπειτα, κάθε λεωφορείο που ξεκινάει από μια συγκεκριμένη αφετηρία, κάνει μιαν απα-ρέγκλιτη διαδρομή και πάει προς ένα σταθερό Τέρμα, ποτέ δεν κάνει όντως το ίδιο δρομολό-γιο – κυρίως για τον ίδιο επιβάτη που βλέπει έξω και εντός του με το μέτωπο κολλημένο στοτζάμι. Θα έλεγα πως κάθε επιβάτης, κάθε φορά, είναι κι ένα διαφορετικό λεωφορείο.