Σαν τα κεράσια το κακό.
Ένα παίρνεις απ’ το καλάθι, δυο τρία σηκώνονται.
Το φαινόμενο της ληστοκρατίας κυριάρχησε στο νεοελληνικό κράτος σχεδόν για έναν αιώνα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Στο επίκεντρό της βρισκόταν η σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας, και ειδικότερα η ακραία αντιπαράθεση του συγκεντρωτικού κράτους με τις αυτόνομες κοινότητες του ορεινού χώρου.
Στην Ήπειρο των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, και στην αιχμή αυτής της σύγκρουσης, ο Γιάννης και ο Θύμιος Ντόβας παίρνουν εκδίκηση για την άγρια δολοφονία του πατέρα τους και κατόπιν ακολουθούν τον μοναδικό δρόμο που τους απομένει: της παρανομίας, της αδιάλλακτης βίας και της αναμέτρησης με τους κρατικούς θεσμούς. Δεμένοι με το αίμα των δεκάδων θυμάτων τους και εξασκημένοι να επιβιώνουν ο ένας δίπλα στον άλλον ακόμα και στις σφοδρότερες αντιθέσεις τους, θα παραμείνουν ενωμένοι όχι μόνον στην ακμή τους –όταν και με τη σκόπιμη σύμπραξη παραγόντων του «αστικού κράτους» θα αναδειχθούν σε φόβητρο όλης της περιοχής– αλλά και στην παρακμή και το μοιραίο τέλος τους.
Η ιστορία των Ληστών εμπνέεται από αληθινά γεγονότα της ζωής των αδελφών Ρέτζου (Ρετζαίων), συνδυάζει τη νουάρ ατμόσφαιρα με την ηθογραφία, τη μαφιόζικη δράση με την ελληνική εκδοχή της γουέστερν κουλτούρας, τον ληστρικό "κώδικα τιμής" με τη διαφθορά της εξουσίας, το ιστορικό αφήγημα με τις σύγχρονες μορφές του οργανωμένου εγκλήματος. Ωστόσο, στον πυρήνα της βρίσκονται δύο παράνομοι, τους οποίους όλα τα κοινωνικά στρώματα βοήθησαν και "χρησιμοποίησαν" από φόβο, από σεβασμό ή από συμφέρον, χωρίς να προβλέψουν τη δίχως όρια πορεία τους. Δύο άνθρωποι με τραγικό πεπρωμένο, που κατάφεραν να αναρριχηθούν στην πιο απρόσιτη κορυφή του βουνού και, αντί να απολαύσουν τη θέα από ψηλά, βούτηξαν στο κενό νοσταλγώντας την εθιστική αίσθηση της ανάβασης.