Κάθε λόγος περί του θείου έρωτος και του έρωτος ως εκστατικής στιγμής τα υπάρξεως είναι αποσπασματικός. Αυτή η αποσπασματικότητα αναδύεται ως όρος sine qua non της ιερότητος, η οποία φανερώνεται από τη σχάση του θείου και τη σχάση του εγκοσμίου στην αλληλουχία των αλληλοδράσεων και διερμηνεύσεων, των συνδέσεων και αναπαραστάσεων του θειου και του εγκόσμιου. Ο θείος έρως ενδύεται το εγκόσμιο πεπρωμένο του και συγχρόνως επιστρέφει στην καταγωγική του περιοχή που είναι το ιερό και η ιερότητα του ιερού.