Ραμάλα
Ακούστε τους ήχους στη σιωπή,
δείτε τις λάμψεις στο σκοτάδι,
μυρίστε τη γεύση από μολύβι.
Ακούστε το κλάμα των παιδιών,
δείτε τον φόβο των ματιών τους.
Άνθρωποι σαν μπάζα πεταμένοι,
κτίρια από ντροπή πεσμένα.
Ήχοι φτάνουνε κάτω από το χάμω.
Είναι οι γονείς που ουρλιάζουνε,
παρακαλούνε για μια υιοθεσία.
Οι γυναίκες, πεθαμένες,
είναι σφιχτά πιασμένες,
επισκέπτονται το αποτρόπαιο διάβημα των σπλάχνων τους.
Έτσι και αλλιώς, είναι μαθημένες.
Οι άντρες, καθισμένοι μες στους τάφους,
λογίζονται για πιο σκληροί,
ατίθασοι, δεν κλαίνε.
Εδώ, στην έναρξη της μέρας,
οι χαρές είναι παράξενες, κλεισμένες σε φακέλους.
Ερμητικά κλειστούς φακέλους.
Καταφτάνουν, από Ουάσινγκτον, Βρυξέλλες.
Κάποια νέα φύλλα το παλεύουν, γιορτάζουν.
Μα, μες στην εικόνα της οδύνης,
μεγαλωμένα με αίμα, ξερνάνε το χρώμα τους,
είναι γκρίζα, αδύναμα και ζαρωμένα.
Σχεδόν μισός αιώνας,
όπως και τότε, την έβδομη ημέρα.