Ανάμεσα στους δύο αιχμηρούς ογκόλιθους, τους παλλόμενους και κοχλάζοντες Τροπικούς του, ο Χένρι Μίλερ στη Μαύρη Άνοιξη επιχειρεί μια περιδιάβαση στο παρελθόν, ένα πέρασμα σε όσα άλλοτε τον συγκίνησαν, μια εξόρυξη πετραδιών ευαισθησίας που θα σπεύσει να τα κονιορτοποιήσει, να τα περιβάλει με σαρκασμό, σκληρότητα, ωμότητα, να τα εμβαπτίσει στο βόρβορο, να τα εκθέσει, θαρρείς και είναι μέρη και μέλη του ατελιέ του δημιουργού, ένα είδος τεκμηρίων για το πώς σκέφτεται και γράφει, για το πώς συνθέτει, πάντα από θραύσματα και ακανόνιστες ψηφίδες, την κοσμοαντίληψή του και τους τρόπους έκφρασης αυτής ακριβώς της κοσμοαντίληψης...
Tα κείμενα της Μαύρης Άνοιξης [...] είναι αναγνώσματα καμωμένα από καταβυθίσεις στο Χθες, από περιπάτους στο Σήμερα, από παραληρήματα για το Αύριο. Είναι ελεγεία για έναν κόσμο αθωότητας που χάθηκε ανεπιστρεπτί, είναι ανησυχητικά προανακρούσματα ενός χάους που επέρχεται, είναι, συνάμα, ξεχαρβαλωμένοι ψαλμοί για την ανάγκη τού να ζεις το παρόν με όλο σου το είναι, λες και δεν υπάρχει καμία άλλη ευοίωνη διέξοδος. Κι ακόμα είναι σπαρακτικές προσπάθειες να ανακαλυφθεί ομορφιά μες στις χαίνουσες πληγές, τους οχετούς, την αθλιότητα.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης