Ποτέ κανένας δεν μου ’δωσε αγάπης φιλί.
Έτσι, σκέφτηκα να πάρω στη ζωή το σπαθί
και επειδή δεν θέλω ποτέ να μονομαχώ,
με την πέννα μου καμιά φορά πυροβολώ.
Με το σπαθί μου στο χέρι, σ’ ακουμπώ στην ψυχή.
Σε χτυπούν τα λόγια. Λες και τα ’ζησες εσύ.
Διαπερνά το κορμί σου ο ίδιος πόνος...
Επιτέλους χαμογελάς. Λες, δεν είσαι μόνος.
Ποτέ κανένας δεν με πήρε από το χέρι
να μου πει πως η λάθος στιγμή κακό θα φέρει.
Έπεφτα, σηκωνόμουνα, ήμουνα μοναχή.
Ούτε ένα χέρι σε μένανε να απλωθεί.
Φορούσα του ταξιδιώτη τη στολή... φυγή.
Σύννεφο γινόμουνα μετά, δυνατή βροχή.
Σαν το αγέρι, τη ζωή μου παντού σκορπούσα...
Σε λιμάνι καρδιάς ήθελα να χωρούσα.
Με την πέννα μου καμιά φορά πυροβολώ,
Μα δεν σκοτώνονται αυτά που έζησα εγώ.