Στο γράμμα για τα εβδομηκοστά γενέθλια του Ρομαίν Ρολλάν, ο Φρόυντ μπορεί πλέον να μιλήσει για τον ίδιο, ομολογώντας πως «η ανάμνηση αυτού του βιώματος πάνω στην Ακρόπολη επανέρχεται πολύ συχνά και με στοιχειώνει από τότε που γέρασα». Η ενοχή του να ξεπεράσει τον πατέρα του, η ενοχή υπέρβασης της πατρικής θέσης, η οποία παραπέμπει στην ασυνείδητη επιθυμία και ανάγκη πατροκτονίας για το προχώρημα στη ζωή, τον έφερε αντιμέτωπο με τη βιαιότητα του θανάτου, που επέκειτο πραγματικά λόγω της ηλικίας και βιωνόταν φαντασιωτικά στη σχέση του με τους νεότερους. Ο φόνος του πατέρα λειτουργεί σαν το νήμα που διαρθρώνει τον υποκειμενικό μύθο και την προσωπική ιστορία του Φρόυντ και τα συνδέει με την εφεύρεση της ψυχανάλυσης, την κοσμοθεώρησή της και την ερμηνεία των κοινωνικών δεσμών και της πολιτισμικής εξέλιξης. Η Ακρόπολη, ως πολιτισμικό μνημείο, θρυμματισμένη αλλά αγέρωχη, θυμίζει ένα χαμένο παρελθόν που υφίσταται όρθιο παρ’ όλους τους θανάτους. Ίσως ο Φρόυντ, στο γραπτό του, μας ζητά απλώς επιείκεια και σεβασμό για τον ίδιο και το έργο του, ένα έργο που συνεχίζει να προκαλεί κλυδωνισμούς, αντιστάσεις και ταραχές. Το 1904, ο Σεφέρης, μικρό αγόρι, ζούσε σε έναν κόσμο που φάνταζε αιώνιος, ενώ ο Φρόυντ ανέβαινε στο Βράχο, κι αυτός σχετικά ξέγνοιαστος, με συγκεχυμένες αναμνήσεις από μια αλλοτινή αξέχαστη παιδική ηλικία σε μέρη της Κεντρικής Ευρώπης, που κι αυτά φάνταζαν αιώνια. Το 1936 όμως, ο Σεφέρης έγραφε με τον τρόπο του « Όπου και να πάω η Ελλάδα με πληγώνει», ενώ ο Φρόυντ, πικραμένος και ανήμπορος, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη για αφιερώματα γενεθλίων, ζώντας την επικράτηση του ναζισμού, ανέσυρε τις αναμνήσεις του από την ανάβαση στην Ακρόπολη, ανασύροντας ταυτόχρονα το ερώτημα της Aufhebung, το πώς ένας γιος ξεπερνά τον πατέρα του.
Το 1970, ο ποιητής, υπό καθεστώς δικτατορίας, μας δωρίζει ένα όνειρό του πάνω στην Ακρόπολη, ένα όνειρο αποξένωσης, που έκρυβε στα σωθικά του έναν εφιάλτη. Άραγε τί σημαίν