με λιοντάρια πια γεμάτα τα τρένα, με τίγρεις, με λεοπαρδάλεις, με πούμα, ο καπνός πια προς τα μέσα, στων θηρίων τις αναπνοές μπαινοβγαίνοντας, τις ουρές τους ελαφρά σαν αεράκι σηκώνοντας, στον αέρα όρθιες κρατώντας τις. στων τρένων τα εστιατόρια πάλι από τελείως άλλες εποχές αόρατοι άνθρωποι, ταρακούνημα στις γραμμές νεκρό πια κι αυτό μαξί τους, φαγητά φαγωμένα χωρίς ευωδιά, χωρίς τη γλύκα τους. τρένα από 'δω στην αιωνιότητα, σαν ελέφαντες στη ζούγκλα βαγόνια ο ένας πίσω από τον άλλον, στους ορίζοντες του κόσμου όλα σαν καπνός τους καπνού τους πια σβήνουνε.