Παρακολουθώντας από κοντά -ενώ φοιτούσε στο Ινστιτούτο Γκόργκι της Μόσχας- τι πραγματικά ήταν ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, ο Κανταρέ περνά μία φάση άρνησης του γραψίματος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το πρώτο του μυθιστόρημα, Μια πόλη χωρίς διαφημίσεις, συνιστά μορφή πρόκλησης: ο συγγραφέας εναντιώνεται στο μοιραίο που τον προτρέπει σε αδιαφορία για εκείνο το οποίο αυτός, μέχρι τότε, θεωρούσε ως πεπρωμένο του. Ένα χρόνο μετά την επιστροφή του στην Αλβανία έδωσε για δημοσίευση, με τη μορφή διηγήματος, μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα αυτό. Το διήγημα καταδικάστηκε αμέσως και απαγορεύτηκε. Ολόκληρο για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε το 1998. Πρωταγωνιστές του έργου είναι νεαρά αγόρια και κορίτσια που κάθε άλλο παρά εμπνέονται από τα "ιδανικά του σοσιαλισμού". Αν και γραμμένο με διαφορετικό στυλ από εκείνο των μεταγενέστερων έργων του στο "Μια πόλη χωρίς διαφημίσεις" διαφαίνεται το συγγραφικό σύμπαν του Κανταρέ και η δυναμική που αυτό περικλείει. Στις σελίδες του μυθιστορήματος για πρώτη φορά αναφέρεται η γενέτειρα του Κανταρέ, το Αργυρόκαστρο. Αν και καλυμμένο, το αίσθημα του υπερβατικού και του γκροτέσκου της μαγευτικής αυτής πόλης έχει κλειστεί στις σελίδες αυτές, και το Χρονικό της πέτρινης πόλης θα ζυμωθεί με την ίδια σχεδόν μαγιά.