Αριστούργημα του διακειμενικού είδους που θα ονομάζαμε «περίληψη», το βιβλίο αυτό γράφεται στα 1938, χρονιά που πεθαίνει ο Ζίγκμουντ Φρόυντ. Δεν τελειώνει απότομα, αλλά ενδέχεται ο συγγραφέας του να το συνέχιζε με κάποιον τρόπο.
Με την περίφημη ευθυβολία της σκέψης του, με μιαν απαράμιλλη συμπυκνωτική ικανότητα, ο Φρόυντ «ψηλαφεί» τις βασικές αρθρώσεις της θεωρίας που ο ίδιος θεμελίωσε, και που ήδη είχε απλωθεί σε μια πληθωρική φιλολογία. Πλάθει ένα κείμενο που δεν χάνει τίποτα από το πειστικό σφρίγος των άλλων έργων του, όπως και τίποτα από τη φινέτσα του προσωπικού του ύφους. Και εδώ γίνεται έκδηλη η έγνοια και το πάθος του ψυχαναλυτή να εκλαϊκεύσει τις ιδέες του και να τις κάνει όσο πιο κατανοητές γίνεται, διαλύοντας τις παρεξηγήσεις που μοιραία τις συνόδευαν επί μακρόν, πάντα με την υποδειγματικά νηφάλια συλλογιστική του. Όπως συμβαίνει και με τις διαλέξεις του, η ανάγνωση της σύνοψης του φροϋδικού έργου μπορεί να μας προσφέρει μια καλύτερη κατανόησή του, μια συμπλήρωση και μια σύλληψη των αποχρώσεών του, επιβεβαιώνοντας ότι αυτό το μνημειώδες επίτευγμα προκύπτει, εκτός των άλλων, και από μια εν προόδω εργασία της γραφής.
«Αναγνωρίζουμε ότι είναι εύκολο για τον βάρβαρο να είναι υγιής, όμως για τον πολιτισμένο άνθρωπο είναι ένα δύσκολο έργο. Μπορεί να βρίσκουμε την επιθυμία για ένα ισχυρό και χωρίς αναστολές Εγώ κατανοητή, όμως, όπως μας διδάσκει η εποχή που τώρα διανύουμε, η επιθυμία αυτή είναι με τη βαθύτερη έννοια εχθρική προς τον πολιτισμό. Και επειδή οι απαιτήσεις του πολιτισμού εκπροσωπούνται μέσω της ανατροφής μέσα στην οικογένεια, θα πρέπει στην αιτιολόγηση των νευρώσεων να συνυπολογίσουμε και αυτό το βιολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους, τη μακρά περίοδο της παιδικής εξάρτησης». (Sigmund Freud)