«Η Μήδεια μου φαίνεται πως ταιριάζει στον Ευριπίδη καλύτερα απ’ όλες τις άλλες ηρωίδες των έργων του. Μόνη, αποκλεισμένη, παράξενη. Οδηγείται στο απονενοημένο. Στο αποτρόπαιο. Κι αντί να τιμωρηθεί, αποθεώνεται. Μήπως πρόκειται για μια καμουφλαρισμένη αλληγορία προς τιμήν όλων εκείνων που γίνονται αποδιοπομπαίοι γιατί δεν μοιάζουν με τους υπόλοιπους; Ξένοι, όχι μόνο φυλετικά, αλλά και πνευματικά», όπως αναφέρεται στον Πρόλογο της έκδοσης.
Η Μήδεια είναι ένα άγριο και γυμνό έργο. Η εν λόγω μετάφρασή της, με μια έκφραση χωρίς ποιητικά στολίδια, ρεαλιστική, ωμή και καθημερινή στη βάση της, επιδιώκει μια ανάγνωση του έργου σύγχρονη, που, ενώ δεν «ποιητικίζει», προσπαθεί να διατηρεί το υψηλό σκηνικό ήθος, ώστε, αν ερμηνευθεί εμπνευσμένα, να μπορεί να απογειωθεί και να μεταδώσει ρίγος τραγικό, επισημαίνοντας την αντοχή της αρχαίας δραματικότητας, ακόμα και σε ένα νατουραλιστικό τώρα.