Ο Γάλλος στοχαστής Μισέλ ντε Μονταίνι (1533-1592) όταν αποτραβήχτηκε στον πύργο του εγκαταλείποντας τη θέση του στο Κοινοβούλιο του Μπορντώ, ομολογεί πως κάθισε να γράψει ώστε οι συγγενείς και οι φίλοι του "να διατηρήσουν πιο ολοκληρωμένη και πιο ζωντανή τη γνώση που απόκτησαν για το άτομό (του)". Τα "Δοκίμια" λοιπόν ξεκίνησαν το 1570 με στόχο "οικιακό και ιδιωτικό". Ο Μισέλ ντε Μονταίνι δεν έπαψε ως το θάνατό του να συμπληρώνει και να επεκτείνει αυτό το έργο που έγινε έτσι ουσία της ουσίας του, μια σύνοψη της ελληνικής και λατινικής σκέψης και φιλοσοφίας, όπου οι προσωπικές απόψεις του συγγραφέα στηρίζουν μια αντιμετώπιση ζωής μοναδική στα ευρωπαϊκά γράμματα. Αυτό το έργο που οικοδομήθηκε στην ιστορική περίοδο όπου τη Γαλλία συντάραζαν οι λεγόμενοι θρησκευτικοί πόλεμοι, σε μια περίοδο ανησυχίας, φανατισμού και παραλογισμού, που έχει κοινά σημεία με τους δικούς μας καιρούς, είναι μια επιλογή τιμιότητας και ειλικρίνειας. Έργο που για τέσσερις αιώνες έμενε αμετάφραστο στη γλώσσα μας, στηρίζεται στο ερώτημα "τι ξέρω;" στο οποίο η απάντηση συμβαδίζει με το βαθμό ελευθερίας που ο καθένας δίνει στον εαυτό του. Από αυτή την άποψη, τα "Δοκίμια" (ο Μισέλ ντε Μονταίν είναι ο εφευρέτης αυτού του λογοτεχνικού όρου) είναι το βιβλίο της θεληματικής κι ενσυνείδητης ελευθερίας.