...Με λέγανε Σεβάσμια της Κόλασης, Κολάσιμη Εταίρα του πεζοδρομίου: ήμουνα ξακουσμένη κι ακουσμένη, η όμορφη Τζιγκόκου Νταγιού (μεγάλη που 'ναι η χάρη της). Και μ' άρεσε να φοράω τα διακριτικά της Καστροαφανίστρας, διότι - έσερνα και στρατούς με τσάκισμα της μέσης...
Έβγαινα στον περίπατο με δυο καμαριερούλες συνοδεία -και με κοθόρνους που στο χιόνι και στη λάσπη γράφαν το Ακολούθει μοι- και τότε, με επήρε το κατόπι ένας που είπε πως τον λέγαν Τρελοσύγνεφο της Παύσης, πως ήταν Ποιητής και Αγιοποτηράκης - αυτό το είδα, πως θα μ' έπινε και κάτω απ' το τραπέζι - και το σηκώνω το σακέ μου, αδελφοί... Μην τα πολυλογώ, του αμολάω: "Κοιτάτε βρε, εδώ έναν αλήτη, έναν απατεώνα που περνιέται και για φωτισμένος μοναχός! Και λέει και πως είναι ποιητής της μεταβατικότητας και της απατηλής ζωής, όπου τρομάρα να του έρθει!"
Και δολερά τον περιμάζεψα, διέταξα και να τον ποτίσουν κι άλλο - κι άλλο, και να του τραγουδούνε με τα σαμιζέν - αρχίσανε τα όργανα! Κι οι καμαριέρες μου τον τάιζαν ψαράκια -κι έλεγα πως θα μου κοστίσει ο ψευτοκούκος για αηδόνι- αλλά χαλάλι, να τον πλήρωνα εγώ, μα να τον κατεξευτελίσω πρώτα, να κάνω καλά γούστα (όπως το λέγαν στο χωριό μου). Κι είχα κρυφτεί και από πίσω απ' τα ζωγραφισμένα τα χωρίσματα, για να κρυφοκοιτάζω τι θα έκανε σαν που θα έμενε μονάχος κι ολομέθυστος, με τη βαριά κομμάρα (κέρνα μας, κέρνα μας!) Αποχωρίσαν τα κορίτσια, σκύβω να δω: που τον περίμενα ξερό, κι εκεί σκυμμένη βρήκε με η Φώτιση, μ' άνοιξε την καρδιά στον ήλιο σαν ν' ανέτειλε! Βλέπω τον Άγιο Ποιητή, δώστου και να 'χει αρχίσει το χορό -κι η κάμαρά μου η καμαρωμένη, γεμάτη από σκελετούς της πρώην ύπαρξης, είδα τον εδικόν μου λεπτοσκελετό, τα σεντεφένια κόκκαλα, χτενάκια από ταρταρούγα που στολιζόμην περιτέχνως στα μαλλιά- είχαν χυθεί στο πάτωμα, δεν είχαν άλλο πώς να με στολίσουν... Άλλαξε της ζωής μου η ροή: και σα Σεβάσμιας Κολάσεως Κυρά - το δρόμο το δικό μου συνεχίζω, το Ταό μου ανάμεσα στον κόσμο της εφήμερης χαράς, της στιγμιαίας λύπης -και τον εξαίσιο χορό τον κερδισμ