Τέσσερεις μοναδικές γυναίκες, αν κι έχουν αποχωριστεί τη ζωή εδώ και πολλά χρόνια, συνεχίζουν να ζυμώνουν και να πλάθουν τα κρυφά μυστικά της. Αρμοσμένες, συγχωνευμένες όλες σε μία, τη λαλά Ανεζώ, που έφτειαχνε την πιο νόστιμη μυζήθρα-ζυμήθρα στο νησί, ήταν μετρημένες, χαριτωμένες, καλοσυνάτες, χρήσιμες, γνωστικιές, γενναιόδωρες, δίκαιες, φιλ-άνθρωπες κι εν-άρετες. Έχοντας αυτά τα σπάνια στην εποχή μας χαρίσματα ήταν αναπόφευκτο να σημαδέψουν τα παιδικά χρόνια, αλλά κι ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου που είχε την τύχη να μεγαλώσει στα χέρια τους μεσούντος του περασμένου αιώνα. Τώρα, με τη σειρά του κι αυτός, αφού η λαϊκή σοφία θέλει "όλα να ’ναι δανεικά σ’ αυτή τη ζωή", σμιλεύει ως ελάχιστο φόρο τιμής μια μια τις λέξεις στην επιγραφή της επιτύμβιας στήλης τους. Ακόμη για μια φορά το "Ewig-Weibliche" (το "αιώνια θήλυ", Goethe, Faust II, τελική σκηνή) αίρει το βάρος και ανυψώνει, αλλά είναι η πρώτη φορά που ο σπάνιος συνδυασμός του υπό τη μορφή δυο λαλάδων, μιας μάννας και μιας θειας σ’ ένα και το αυτό πρόσωπο προσπαθεί να συμπληρώσει το ατελές και να περιγράψει το απερίγραπτο μέσα στην "παραβολή" του διαβατάρικου κόσμου μας: "[...] Ξέροντας, όχι από τις διδαχές, αλλά από το αυτοφυές κι αυτόφωτο ριζοβόλημα της ψυχής ότι μίσος και φθόνος πάνε πάντα με τη μεριά της αδικίας, δεν άντεχαν να βλέπουν το άδικο να πνίγει το δίκιο. Έτσι, όποτε συντύχαιναν αυτές τις... αρετές, που μόνο στους ανθρώπους απ’ όλα τα ζώα φτάνουν έως θανάτου -κάποτε και πέραν αυτού-, δεν έμεναν παγερά αδιάφορες, όπως συμβαίνει στους περισσότερους, αλλά επαναστατούσαν, γίνονταν αγνώριστες αντάρτισσες και λύκαινες για να διαφεντέψουν την τρωμένη Δικαιοσύνη. Σαν τα δέντρα, χωρίς να το ξέρουν, έπαιρναν το ελάχιστο, έδιναν το μέγιστο, κι ήταν, αν και ριζωμένες βαθιά στη γη, πουλιά έτοιμα κάθε στιγμή να πετάξουν [...]".