Μετά από ένα χρόνο περίπου επιστρέψαμε στο Άγιο Όρος. Έπρεπε να το κάνουμε όσο κι αν ένας ανείπωτος τρόμος κατοικοέδρευε στα βάθη της καρδιάς μας αμείωτος και τυραννικός απ’ την πρώτη ακόμη φορά, που ταξιδέψαμε στα λαβυρινθώδη κι επικίνδυνα σπλάχνα του Άθωνα. Εκείνο, που μας ωθούσε ν’ αντιμετωπίσουμε γι’ άλλη μια φορά το Μεγάλο Νόγκα, ήταν η σταθερή απόφασή μας να λυτρώσουμε το ιερό βουνό και κατ’ επέκταση ολόκληρο τον πλανήτη Γη απ’ τη φοβερή τιμωρία, που ο Μεγάλος Όφις ετοίμαζε γι’ αυτόν. Ο καλόγερος Δανιήλ, ο βιβλιοφύλακας της μονής Μεγίστης Λαύρας, όταν τον επισκεφτήκαμε, είχε ακόμη ένα ωχρό απ’ τον πανικό πρόσωπο, απ’ όπου έλειπε λες το αίμα. Ήταν ένα αδειανό πρόσωπο και αυτό οφειλόταν στη συνάντησή του με τον απόλυτο τρόμο. Μια συνάντηση που είχε πραγματοποιηθεί στις αρχές του Ιουλίου εκείνης της αποφράδας χρονιάς. Του ζήτησα να μας διηγηθεί εξαρχής όλη αυτήν τη φοβερή περιπέτεια που έζησε. Έπρεπε να ξέρουμε τα πάντα μέχρι την πιο ασήμαντη λεπτομέρειά τους. Και τότε εκείνος ξεκίνησε με τρεμάμενη φωνή να μας αφηγείται τα τρομερά γεγονότα, καθώς μας τοποθετούσε στα δάχτυλα τους αισθητήρες μιας υπερσύγχρονης virtual reality συσκευής, τη στιγμή ακριβώς που ένα εφιαλτικό σύρσιμο άρχισε ν’ ακούγεται απ’ το βάθος του σκοτεινού μονοπατιού, που οδηγούσε στη μονή.