Νόμος και γλώσσα συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους δεδομένου ότι το δίκαιο έχει ανάγκη από τη γλώσσα για να να εκφραστεί. Έτσι δημιουργείται η νομική γλώσσα, μια ιδιαίτερη μορφή γλώσσας, πολύπλοκη, σκοτεινή και συχνά απροσπέλαστη για τον μη ειδικό. Τη σύγχρονη ελληνική νομική γλώσσα αναλύει η Παναρέτου στο βιβλίο αυτό, στο οποίο καταγράφονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γλώσσας των νόμων (μακροπερίοδος λόγος, συντακτική πολυπλοκότητα, συμπλεκτική και διαζευκτική σύνδεση όρων, λόγια στοιχεία). Δεν περιορίζεται όμως στην απλή καταγραφή. Ακολουθώντας τη μεθοδολογία της ανάλυσης των κειμενικών ειδών ερευνά τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στα εγγενή χαρακτηριστικά των νόμων, όπως ορίζονται από τη νομική επιστήμη, την κειμενική τους δομή και τη γλωσσική τους μορφή· συγχρόνως προτείνει τρόπους απλούστευσης της γλωσσικής διατύπωσης των νόμων ώστε να είναι περισσότερο σαφείς και κατανοητοί.